Η πολη εβγαλε νυχια μετα τις τεσσερις.Το σκοταδι υποκλινεται
και βαθαινει.Αν δεν ξερεις το δρομο νιωθεις να γιγαντωνεται η γελοιοτητα
σου.Γινεται συχνα τελευταια.Νιωθεις να σε κατακλυζει απ’ τα ποδια ως το κεφαλι
η ηττα.Η αισθηση της ελλειψης εχει τεραστιο κοστος και το λεωφορειο σκιζει στα
δυο τους δρομους και μαζι τα κουφαρια μας.Στη σταση υπαρχει παντα ενας
παρατημενος.Ειναι τοσο θλιβερο να τον βλεπεις εστω ετσι φευγαλεα.Τελευταια
τυχαινει να ειμαι εγω η παρατημενη.Ρωταω οποιον βρισκω που είναι η σταση κι αν
τυχει κι είναι ευγενικος κι εξυπηρετικος θελω να του φιλησω τα ποδια και μετα
σιχαινομαι το ποσο απελπισμενη ειμαι.Εχει κρυο εξω μαμα κι εγω φοβαμαι και
πειναω.Περπαταω την ιδια πολη χρονια τωρα.Κι ας την ξερω δυο μηνες.Ξεμενω από
σαρκα όμως.Χθες εμπιξε τα νυχια της στα κοκκαλα μου και μετα τα ρουφιξε
λαιμαργα και μου ‘πε φυγε από δω σιχαμενο.Κι εγω εμεινα να κλαιω στο
λεοφωρειο.Μια κοπελα γελαγε υστερικα από πισω μου κι ηθελα να κλαψω περισσοτερο.Φαινοταν
τοσο αηδιαστικη και ξεδιαντροπη.Δε μεγαλωσα γαμωτο.Ομως η πολη εξελισσεται.Τα
τερατα της μεγαλωνουν και πληθαινουν..Η πολη μου απαιτει μοναχικοτητα και
συνεπεια.Μας θελει ολους σιωπηλους να βαδιζουμε τις λεωφορους και τα σοκακια
της μονοι.Θελει να υπομενουμε τους κανιβαλισμους της.Να της κραταμε το σακακι
όταν μας τεμαχιζει.Να μη λεμε κουβεντα.Να μη πουμε κουβεντα.Δεν ειπαμε
κουβεντα.Ομως το κρυο δυναμωνει και τρυπαει τα κουφια κοκκαλα.Μα εμεις
συνεχιζουμε τους κυκλους σιωπηλοι σε παραλληλες πορειες.Γιναμε ενηλικα παιδια
πλεον.Αν χαθει ένα απ’τα’αλητακια της η πολη ρουφαει ότι εμεινε.Δεν λεμε
κουβεντα γι’αυτό.Δε θα πουμε κουβεντα .Δεν ειπαμε ποτε κουβεντα.Μαμα δε ξερω αν
την αντεχω άλλο.Συνεχιζω τους κυκλους μονο και μονο για να μη φυλακιστω ανωνυμα
στα εγκατα της.Μα είναι ηδη κολαση σου λεω.Θα την αφησω να με εξαφανισει
αθορυβα κι υπουλα.Μεχρι να γινει αυτό θα συνεχισω τις βολτες μου με το
λεοφωρειο γιατι περιμενα στη σταση πολύ καιρο.Μικραινω κι’άλλο και το γαμημενο
το παραπονο δε φευγει,φουντωνει.Γιατι την αφησες να με καταβροχθιζει αργα και
βασανιστικα μαμα;Γιατι μου αρπαζες το σβερκο βιαια και την αφησες να μου γδαρει
το προσωπο;Εχει παραμορφωθει και δεν εχω καν ματια πλεον.Μου τα ξεριζωσε.Ο,τι
απεμεινε από τη φιγουρα μου είναι πιασμενο από το κρυο.Κι εσυ θυμηθηκες να
παρεις θεση όταν ηταν αργα πλεον.Εγω όμως ειχα κουραστει να σε περιμενω.Μα
γιατι με κοιταζες ετσι από αποσταση και ψυχρα;Όπως τιναζουν τη σταχτη απ΄το τσιγαρο;Τα
παιδια αυτης της πολης ,ξερεις,εχουν κιτρινισμενο δαχτυλο απ’τη νικοτινη.Η
αγνοια σου με εκανε βαθυτερο γνωστη και εμεινα να πληρωνω το τιμημα.Και μαζι
πληρωνω και την αφελεια.Και παλευω ακομη να καταλαβω πως γινεται ο ανθρωπος να
είναι τοσο τερατωδης οσο εσυ,οσο εγω κι οσο ολοι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου